Παγκράτι, Αθήνα, Ελλάδα
Έχω να σε δω κοντά μια δεκαετία και σε βλέπω στο πάρτι ενός κοινού γνωστού. Ειρωνικό, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν τρελαινόταν ποτέ για πάρτι. Κι όμως, δύο άνθρωποι που κάποτε ήταν τρελοί ο ένας για τον άλλον τώρα βρίσκονται στον ίδιο χώρο, λογικοί πια.
Έρχεσαι και τσουγκρίζεις το ποτήρι μου με την μπίρα σου. «Bacardi;» με ρωτάς. «Coca-cola. Zero» σου απαντώ και γελάμε κι οι δύο. Κοιτιόμαστε λες και προσπαθούμε να χωρέσουμε δέκα χρόνια στο βλέμμα μιας στιγμής. «Είσαι καλά;» ρωτάω, ενώ ταυτόχρονα με ρωτάς τι κάνω. Τελικά δεν απαντάει κανείς μας στην ερώτηση του άλλου, μόνο χαμογελάμε.
Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν στο πάρτι. Μας χαιρετούν, σου μιλάνε, με ρωτάνε για την Πράγα, για τη δουλειά, για τα σχέδιά μου, σε κοροϊδεύουν για τα μούσια που έχεις αφήσει, σου δίνουν τσιγάρα, σε φλερτάρουν, χορεύω, με κοιτάς, καπνίζεις, σε κοιτάζω… Μου λες να φύγουμε, να πάμε μια βόλτα στην Αθήνα με τα πόδια. Σου λέω ότι έχω παρκάρει Παγκράτι, λίγο έξω από το Παλάς. «Δεν πειράζει» μου λες «δε θα πάμε μακριά».
Έχει πάει 03:00 και περπατάμε ξημερώματα Κυριακής σε μία άδεια Αθήνα. Δε μιλάμε καθόλου για το παρελθόν. Σχολιάζουμε πόσο έχουμε σιχαθεί αυτήν την πόλη και πόσο δεν μπορούμε να κάνουμε μακριά της. Σου λέω πόσο μου είχε λείψει να διαβάζω βιβλία στο μετρό και μου λες ότι με είδες κάποια στιγμή, όταν γύρισα από την Πράγα, στο μετρό του Ευαγγελισμού να διαβάζω Μπέκετ και πως ήμουν κάπως θλιμμένη. Σου λέω ότι δε θα μπορούσα να είμαι κάτι άλλο διαβάζοντας Μπέκετ. Γελάς. «Είσαι χαρούμενη;» με ρωτάς. «Δεν έχεις δικαίωμα να ξέρεις» σου απαντάω. Μου δίνεις ένα φιλί στον ώμο. «Τώρα;» μου λες. «Ειδικά τώρα» σου απαντώ σηκώνοντας το πουκάμισό μου, που έχει πέσει στο πλάι.
Παγκράτι, Αθήνα, Ελλάδα
Έχω να σε δω κοντά μια δεκαετία και σε βλέπω στο πάρτι ενός κοινού γνωστού. Ειρωνικό, γιατί κανείς από τους δυο μας δεν τρελαινόταν ποτέ για πάρτι. Κι όμως, δύο άνθρωποι που κάποτε ήταν τρελοί ο ένας για τον άλλον τώρα βρίσκονται στον ίδιο χώρο, λογικοί πια.
Έρχεσαι και τσουγκρίζεις το ποτήρι μου με την μπίρα σου. «Bacardi;» με ρωτάς. «Coca-cola. Zero» σου απαντώ και γελάμε κι οι δύο. Κοιτιόμαστε λες και προσπαθούμε να χωρέσουμε δέκα χρόνια στο βλέμμα μιας στιγμής. «Είσαι καλά;» ρωτάω, ενώ ταυτόχρονα με ρωτάς τι κάνω. Τελικά δεν απαντάει κανείς μας στην ερώτηση του άλλου, μόνο χαμογελάμε.
Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν στο πάρτι. Μας χαιρετούν, σου μιλάνε, με ρωτάνε για την Πράγα, για τη δουλειά, για τα σχέδιά μου, σε κοροϊδεύουν για τα μούσια που έχεις αφήσει, σου δίνουν τσιγάρα, σε φλερτάρουν, χορεύω, με κοιτάς, καπνίζεις, σε κοιτάζω… Μου λες να φύγουμε, να πάμε μια βόλτα στην Αθήνα με τα πόδια. Σου λέω ότι έχω παρκάρει Παγκράτι, λίγο έξω από το Παλάς. «Δεν πειράζει» μου λες «δε θα πάμε μακριά».
Τα μοβ σεντόνια έχουν ακόμη το σχήμα των χεριών σου. Έχω ξαπλώσει στην άκρη του κρεβατιού και παρατηρώ τη μεριά σου. Σε εμβρυακή στάση, πλήρως προστατευμένη από την ανάμνησή σου. Προσπαθώ να σχηματίσω το σώμα σου στο πλάι μου. Με το μυαλό μου φτιάχνω αργά τους ώμους σου, μετά την πλάτη σου, σιγά-σιγά νιώθω πως το βάρος σου αποτυπώνεται στο κρεβάτι.
Η μορφή σου είναι τόσο αχνή που με πληγώνει. Θυμάμαι πως λείπεις. Θυμάμαι πως μου λείπεις. Συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τα μαλλιά σου… Το χρώμα τους, την υφή τους, τη μυρωδιά τους καθώς γυρνούσες ενώ κοιμόσουν κι έπεφτες στην αγκαλιά μου. Κλείνω τα μάτια μου. Τα ανοίγω και τα ξανακλείνω δυνατά. Η μορφή σου χάνεται και σκέφτομαι πως ούτε αυτήν τη φορά πρόλαβα να σου χαϊδέψω τα μαλλιά…
Γύρισα να κοιτώ το παράθυρο. Είναι τόσο μελαγχολικός ο ήλιος σήμερα. Σχεδόν με κάνει να δακρύζω. Ίσως η άδεια σου μεριά, ίσως η απουσία σου, ίσως το μαξιλάρι σου που είναι ευθύ και ολόισιο πια, ίσως όμως και να είναι ο ήλιος ο φταίχτης. Ένα περιστέρι έρχεται και κάθεται στο περβάζι. Στον νου μου σηκώνομαι, του ανοίγω διάπλατα το παράθυρο και το ρωτώ για σένα.
γύρισα
Τα μοβ σεντόνια έχουν ακόμη το σχήμα των χεριών σου. Έχω ξαπλώσει στην άκρη του κρεβατιού και παρατηρώ τη μεριά σου. Σε εμβρυακή στάση, πλήρως προστατευμένη από την ανάμνησή σου. Προσπαθώ να σχηματίσω το σώμα σου στο πλάι μου. Με το μυαλό μου φτιάχνω αργά τους ώμους σου, μετά την πλάτη σου, σιγά-σιγά νιώθω πως το βάρος σου αποτυπώνεται στο κρεβάτι.
Η μορφή σου είναι τόσο αχνή που με πληγώνει. Θυμάμαι πως λείπεις. Θυμάμαι πως μου λείπεις. Συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου τα μαλλιά σου… Το χρώμα τους, την υφή τους, τη μυρωδιά τους καθώς γυρνούσες ενώ κοιμόσουν κι έπεφτες στην αγκαλιά μου. Κλείνω τα μάτια μου. Τα ανοίγω και τα ξανακλείνω δυνατά. Η μορφή σου χάνεται και σκέφτομαι πως ούτε αυτήν τη φορά πρόλαβα να σου χαϊδέψω τα μαλλιά…
Γύρισα να κοιτώ το παράθυρο. Είναι τόσο μελαγχολικός ο ήλιος σήμερα. Σχεδόν με κάνει να δακρύζω. Ίσως η άδεια σου μεριά, ίσως η απουσία σου, ίσως το μαξιλάρι σου που είναι ευθύ και ολόισιο πια, ίσως όμως και να είναι ο ήλιος ο φταίχτης. Ένα περιστέρι έρχεται και κάθεται στο περβάζι. Στον νου μου σηκώνομαι, του ανοίγω διάπλατα το παράθυρο και το ρωτώ για σένα.
γύρισα
Χαθήκαμε.
Προσπαθήσαμε, αλήθεια, να συμπέσουμε οι δυο μας,
μα χαθήκαμε.
Δέχτηκες εσύ εμένα να ακολουθήσεις,
ν’ αλλάξεις την πορεία σου για χάρη μου.
Κι έδεσες τα μάτια σου για μένα,
κι έδεσα απ’ τη χαρά του παιχνιδιού
κι εγώ τα δικά μου.
Κι είπαμε,
«Τώρα θα προχωρήσουμε μαζί!».
Νόμιζα κι εγώ –τι αφελής!–
αν πάω με τα νερά σου
πως πιο σύντομα
κοντά σου θα βρεθώ.
Κι έτρεξα
για να σε συναντήσω,
μα πήγαινες εσύ –προσηλωμένος καθώς ήσουν
ν’ αλλάξεις την πορεία σου για χάρη μου– από την άλλη.
Τράβηξες αριστερά εσύ
δεξιά εγώ.
Και μια φορά κανείς μας
δε βάλθηκε να βγάλει το μαντήλι.
Μόνο φώναζε ο ένας στον άλλον
«Δεν έρχεσαι!»
«Δεν άλλαξες!»
«Δεν έρχεσαι!»
«Δεν άλλαξες…»
«Δεν έρχεσαι…»
Και τα κορμιά μας
όλο και ξεμάκραιναν.
Και χαθήκαμε,
κι ας αλλάξαμε πορεία ο ένας για
χάρη του αλλουνού.
Και οι φωνές μας ίσα που ακούγονταν,
σαν σκιές ηχητικών κυμάτων.
Και στο τέλος εξαφανίστηκαν κι αυτές
μαζί με μας.
Χαθήκαμε.
Γιατί κάναμε τα σωστά πράγματα χωριστά.
μαντήλι
ΧΧαθήκαμε.
Προσπαθήσαμε, αλήθεια, να συμπέσουμε οι δυο μας,
μα χαθήκαμε.
Δέχτηκες εσύ εμένα να ακολουθήσεις,
ν’ αλλάξεις την πορεία σου για χάρη μου.
Κι έδεσες τα μάτια σου για μένα,
κι έδεσα απ’ τη χαρά του παιχνιδιού
κι εγώ τα δικά μου.
Κι είπαμε,
«Τώρα θα προχωρήσουμε μαζί!».
Νόμιζα κι εγώ –τι αφελής!–
αν πάω με τα νερά σου
πως πιο σύντομα
κοντά σου θα βρεθώ.
Κι έτρεξα
για να σε συναντήσω,
μα πήγαινες εσύ –προσηλωμένος καθώς ήσουν
ν’ αλλάξεις την πορεία σου για χάρη μου– από την άλλη.
Τράβηξες αριστερά εσύ
δεξιά εγώ.
Και μια φορά κανείς μας
δε βάλθηκε να βγάλει το μαντήλι.
Μόνο φώναζε ο ένας στον άλλον
«Δεν έρχεσαι!»
«Δεν άλλαξες!»
«Δεν έρχεσαι!»
«Δεν άλλαξες…»
«Δεν έρχεσαι…»
Και τα κορμιά μας
όλο και ξεμάκραιναν.
Και χαθήκαμε,
κι ας αλλάξαμε πορεία ο ένας για
χάρη του αλλουνού.
Και οι φωνές μας ίσα που ακούγονταν,
σαν σκιές ηχητικών κυμάτων.
Και στο τέλος εξαφανίστηκαν κι αυτές
μαζί με μας.
Χαθήκαμε.
Γιατί κάναμε τα σωστά πράγματα χωριστά.
μαντήλι